Φορς, ο Γατόμορφος Παλατίνος του Λαθάντερ των Διαόλου Φάρμα

Φορς, ο Γατόμορφος Παλατίνος του Λαθάντερ των Διαόλου Φάρμα

Ένα τεράστιο κλαδί απλωνόταν σαν γιγάντιο χέρι έτοιμο να συγκρατήσει τα βάρη των ευθυνών που κουβαλούσε ο Φορς, κι εκείνος ξαπλωμένος ανάσκελα έπαιζε με την ουρά του με τα μικρά σκαθάρια που ταξιδεύαν στο ξύλινο ζωντανό φρούριο της φύσης. Το ύψος της γέρικης βελανιδιάς τον έφερνε πιο κοντά στο φως του μεγάλου Λαθάντερ, του θεού της ανατολής. Όσα βιβλία κι αν μελέτησε στην εκκλησία της Αθκάτλα, η βελανιδιά και τα ψηλά κλαδιά της τον έφερναν πιο γρήγορα σε σύνδεση με τον θεό του φωτός, ίσως γιατί μεγάλωσαν κι αυτά με το θείο φως του και ακόμα το αποζητούσαν.


Ο Φορς είχε ένα πρόβλημα χωρίς λύση. Η γλυκιά νεαρή αδερφή του, η Σνόου, με την ανάλαφρη προσωπικότητα και τα πιο γλυκά μάτια της γειτονιάς είχε λατρεία για τους σύντομους έρωτες και τις συγκινήσεις που φέρνουν. Οι συντηρητικές κυρίες και ορισμένες ζηλιάρες καλόγριες του Λαθάντερ την έκριναν με τον κακόβουλο και διακριτικό τρόπο τους, στάζοντας δηλητήριο για την ανέμελη δίχως ευθύνες και δεσμεύσεις ζωή της Σνόου. Ο Φορς την αγαπούσε και την θαύμαζε, γιατί όλα τα γατόμορφα πλάσματα γιορτάζουν τις ιδιαιτερότητές τους και λατρεύουν τα μυστήρια. Ο τρόπος ζωής της Σνόου ήταν μια διαρκής επαφή με ένα από τα σπουδαιότερα μυστήρια, τον έρωτα. 


 Αν ο Φορς χαιρόταν και εμπνεόταν από την Σνόου, ο Στροκ ένιωθε να πνίγεται. Είχε μεγαλώσει στην ίδια γειτονιά και ήταν από τους πρώτους εραστές της μικρής γατόμορφης. Όταν το πάθος της Σνόου ολοκλήρωσε τον κύκλο μαζί του, εκείνη προχώρησε, ο Στροκ όμως αρρώστησε από πίκρα και η ψυχή του μαύρισε. Η εμμονή μαζί της άρχισε να τον τρελαίνει. Η Σνόου από ερωτεύσιμη, αθώα και αδέσμευτη ύπαρξη που του είχε προσφέρει την χαρά της νιότης, έγινε στα μάτια του μια τύραννος που σκλαβώνει καρδιές και τις πετάει αφού τις ξεζουμίσει. Και ο Στροκ απόκτησε για νέες συντρόφους, την περηφάνια, την ζήλια και την εκδίκηση. Παρέα με τις δηλητηριώδες σκέψεις του οπλίστηκε και μια νύχτα μαχαίρωσε την Σνόου, την αιχμαλώτισε αιμόφυρτη και έφυγε για τον βορρά. Μεταμφιεσμένος σε έμπορα της ανατολής, με την νεαρή γατόμορφη φορτωμένη σε ένα κάρο που είχε κλέψει από ένα καραβάνι από το Κάλιμσαν ταξίδευε με σχέδιο την αιώνια υποταγή της. Η πίστη που του αρνήθηκε η Σνόου θα ήταν η αιώνια τιμωρία της. 


Όταν ο Φορς έμαθε για την απαγωγή ακολουθήσε τα ίχνη και τις φήμες στον δρόμο, και οι πιστοί της εκκλησίας του Λαθάντερ φανατικοί της αλήθειας, μα και του κουτσομπολιού, τον πληροφόρησαν για την όχι και τόσο πετυχημένη μεταμφίεση του Στροκ και την φυγή του με το κάρο από την βορινή πύλη προς το δάσος έξω από την Αθκάτλα. Με το γρηγορότερο άλογο της εκκλησίας έφυγε να προλάβει το χειρότερο κακό, είχε όμως καθυστερήσει σημαντικά. Γνώριζε την εμμονή του Στροκ με την αδερφή του, τον τρόμαζε και τον στοίχειωνε η ιδέα που θα έφτανε τελικά το μίσος του. Έκοψε δρόμο και περίμενε ξάπλα στο κλαδί της γέρικης βελανιδιάς στην πιο βορινή άκρη του δάσους. Αν ο Στροκ έφευγε από άλλο σημείο του δάσους θα τον έβλεπε στην κοιλάδα που ανοίγονταν έξω από τα όρια των δέντρων, αν θα ερχόταν από το δρομάκι του δάσους θα τον έβλεπε σίγουρα όπως και άλλους τόσους που πέρασαν νωρίτερα εκείνο το μεσημέρι. 


Ένα όμορφο τραγούδι ξεσήκωσε τον Φορς και στάθηκε όρθιος πάνω στο κλαδί. Η φωνή δεν ήταν ανθρώπινη, μα η μελωδία ήταν εξαιρετική, μια μπαλάντα που παιζόταν σχεδόν σε όλες τις ταβέρνες εκείνη την εποχή στην Ακτή του Σπαθιού. “Όλεθρος βρήκε φίλες μου τα Ολέθρια Ιγκουάνα, Τιαμάτ εσύ τους σκλάβωσες που είσαι δρακομάνα”. Είδε τότε μια δράκαινα, νεαρή με όλο της το κορμί καλυμμένο από χάλκινες φολίδες και τα φτερά της καρφωμένα στο έδαφος σαν υποστήλια του δυνατού της κορμιού, να στέκεται σε στάση ραψωδού, τραβώντας με ένα δυνατό κρεσέντο την τελευταία νότα της μπαλάντας γεμάτη χάρη. Αυτό που δεν άκουσε η δράκαινα την ώρα της μελωδικής της κορώνας, το άκουσε ο Φορς και ήταν ο ήχος από ένα τρομαχτικό κρακ, σαν εκατοντάδες ξύλινες ίνες να σκίζονται την ίδια στιγμή. Ακολούθησε ο ήχος από κλαδιά να σπάνε και εμφανίστηκε ο γιγάντιος κορμός ενός δέντρου που άρχισε να πέφτει βίαια προς το έδαφος. Ο Φορς τινάχτηκε με γατίσια εκρηκτικότητα προς την χάλκινη δράκαινα, ο κορμός του γιγάντιου δέντρου ερχόταν καταπάνω της, και με ένα άλμα την παρέσυρε τελευταία στιγμή σε μια μικρή πλαγιά πριν τρανταχτεί το έδαφος από την πτώση του μεγάλου δέντρου. 


Λίγες δεκάδες μέτρα πιο δίπλα ένας σαστισμένος ανατολίτης παρατηρούσε από το παράθυρο της άμαξάς του όλο το στιγμιότυπο με το στόμα ανοιχτό. Ο εκκεντρικός έμπορος του Κάλιμσαν, Σαλιζάμπ Ελ Καλούκ, ταξίδευε για την μακρινή πόλη των καπεταναίων, το Λούσκαν της Ακτής του Σπαθιού, με οχτώ άμαξες φορτωμένες από μπαχαρικά, υφάσματα και πετράδια της πατρίδας τού, της χώρας του σουλτάνου και των πασάδων. Νευρικός καθώς ήταν από το προηγούμενο βράδυ με τα νέα της κλοπής ενός εκ των κάρων του, αποφάσισε να φύγει εσπευσμένα εκείνο το πρωί από την Αθκάτλα για να γλιτώσει από την ανησυχία που του προκαλούσε ο φόβος μιας νέας κλοπής. Άλλωστε, η απαγόρευση της χρήσης μαγείας στην Αθκάτλα, όπως και σε όλη την υπόλοιπη χώρα του Αμν, τον εμπόδιζε από το να προστατεύσει με τα πολύτιμα ξόρκια του το εμπόρευμα. Με όλη την κακή τύχη που πίστευε πως τον είχε βρει, το θέαμα της πτήσης του Φορς για να σώσει μια χάλκινη δράκαινα που τραγουδάει(?!) από το να την πλακώσει αυτός ο γιγάντιος κορμός ήταν εξωπραγματικό. Πόσο μάλλον την ώρα που ο κορμός του γιγάντιου δέντρου έπεφτε από εντολή δική του για να προμηθευτούν καυσόξυλα προς πώληση! Μα τα γαλαζοπά μάγουλα του Καλίμ και τα φλογιστά ρουθούνια του Μέμνονα, σκέφτηκε, αυτό είναι θεϊκό σημάδι της τύχης την ώρα της χειρότερης ατυχίας! 


Όταν η Θιχατέζ, η χάλκινη δράκαινα συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί, λάτρεψε το κουράγιο και την καλή πίστη του μικρού ανθρωποειδούς που την γλίτωσε από το σοβαρό ατύχημα. Ήταν μια στιγμή θάρρους και τόλμης των μικρών πλασμάτων, σαν αυτές που μαλάκωναν την καρδιά της χάλκινης δράκαινας και γοήτευαν το πνεύμα της τόσο ώστε να κυκλοφορεί όσο πιο συχνά μπορούσε μυστικά στα νερά των λιμανιών για να ακούει τα τραγούδια τους από τα καράβια και τις ταβέρνες. 

Ο Φορς μίλησε στην Θιχατέζ για την απαγωγή της αδερφής του από τον Στροκ, και εκείνη τον λυπήθηκε τόσο που υποσχέθηκε να επέμβει. Του έβαλε τον όρο να μην πάρει την ζωή του Στροκ, μιας και δεν της αρέσει να σκοτώνει μικρά πλάσματα, αλλά να τον βρει και να τον φοβερίσει ώστε να μην πειράξει ποτέ την Θιχατέζ και να την επιστρέψει στον Φορς. Κι έτσι η Θιχατέζ πέταξε αμέσως προς τον πράσινο θόλο του δάσους ξεκινώντας την αναζήτηση.

Όσο η Θιχατέζ πέταγε στο δάσος και γύρευε τον Στροκ και το κάρο που κουβαλούσε την Σνόου, ο Σαλιζάμπ Ελ Καλούκ μαζί με τα πιο όμορφα δώρα που μπορούσε να βρει στα γρήγορα, έτρεξε προς τον Φορς, με τους φρουρούς του να σκοντάφτουν από πίσω του. 

Ο Φορς στο αστείο θέαμα του ανατολίτη με τους ακόλουθούς του, εικόνα παράτερη με το τοπίο του δάσους, ειδικά με τα αναψοκοκκινισμένα μάτια του Σαλιζάμπ από το κρασί και τα κοσμήματα να γλιστρούν από τις χούφτες του, τους υποδέχτηκε με λιγότερη επιφύλαξη και περισσότερη περιέργεια. Όταν ο Σαλιζάμπ εξήγησε το κακό από τον οποίο τον γλίτωσε, την φρίκη στην ιδέα ότι η δράκαινα εξοργισμένη θα τους είχε κάψει όλους και τώρα θα άχνιζαν νεκροί ανάμεικτοι με τα καμμένα μπαχαρικά και τα υφάσματα, ο Φορς δέχτηκε καλόκαρδα να ακούσει την πρόταση του έμπορα. Ο Σαλιζάμπ, πεπεισμένος πως η συνάντησή τους δεν ήταν τυχαία ύμνησε τις αρετές του Φορς και σαν άρχοντας των παζαριών του έκανε μια πολύ ελκυστική πρόταση να γίνει επίσημος μεταφραστής του στο ταξίδι του για το μακρινό Λούσκαν. Ο Φορς κολακευμένος από την πρόταση μα και περίεργος για το μυστήριο μονοπάτι που ανοιγόταν θα είχε πει αμέσως ναι αν δεν ήταν η καρδιά του σκεπασμένη από τον φόβο για το μέλλον της αδερφής του Σνόου. Έτσι το μόνο που ζήτησε, αρνούμενος τα χρυσαφικά, ήταν να περιμένουν τα νέα της Θιχατέζ για την αδερφή του. Ο Σαλιζάμπ τίμησε την επιθυμία του Φορς, κι έτσι πράγματι περίμεναν δύο ολόκληρες εβδομάδες, ώσπου ο Φορς έχασε την ελπίδα, και πίστεψε πως ο Στροκ είχε ήδη φύγει για τον βορρά. Έδωσαν τα χέρια ξανά, και έγινε ο επίσημος μεταφραστής του Σαλιζάμπ, με ένα τατουάζ της οικογενείας Ελ Καλούκ να επικυρώνει την θέση του Φορς στην φαμίλια. Άλλωστε τα σπαστά της κοινής γλώσσας του Σαλιζάμπ ήταν αρκετά για να μάθει ο Φορς τα βασικά της Καλιμσινής, και με αυτή την συμφωνία θα είχε και καλή παρέα στο ταξίδι του για την αναζήτηση της αδερφής του στον βορρά. 

Η Θιχατέζ τήρησε την υπόσχεσή που είχε δώσει στον Φορς, όμως τα κατάφερε έπειτα από μήνες. Ξετρύπωσε τον Στροκ σε μια σπηλιά του μεγάλου δάσους δίπλα στην Αθκάτλα. Εκείνος είχε κρυφτεί στο δάσος και είχε αποφασίσει να ξεκινήσει πολύ αργότερα για την Ακτή του Σπαθιού, απολαμβάνοντας το διάστημα της απομόνωσης του με την Σνόου . Όταν η Θιχατέζ τον στρίμωξε, ο Στροκ από τον φόβο του ορκίστηκε στα κόκκαλα των προγόνων του πως δεν θα πείραζε τρίχα από το τρίχωμα της καταρρακωμένης από την αιχμαλωσία Σνόου. Υποσχέθηκε να ταξιδέψει μαζί με την μονάκριβη της καρδιάς του Σνόου στο Βαθυνέρι και ορκίστηκε σε εκείνη μπροστά στην Θιχατέζ πως θα κάνει τα πάντα ώστε ο Φορς τους βρει, και ζήτησε την συγχώρεσή της.  Η Σνόου και η Θιχατέζ συγκινήθηκαν από την εικόνα του μετανοημένου και ακόμα ερωτοχτυπημένου Στροκ, και μιας και οι καρδιές τους δεν είχαν ίχνος κακίας, τον συμπονέσαν και πιστέψαν τα λόγια του. 


Δύο χρόνια αργότερα, η Σνόου ήταν εξαρτημένη στα ναρκωτικά που της έδινε κρυφάκ, βυθισμένη στην ζάλη και τα ξόρκια γοητείας, υποδουλομένη και δέσμια στο κρεβάτι που την εξέδιδε ο Στροκ σε όλη την αριστοκρατεία του Υποκόσμου στο Βαθυνέρι από το σπίτι του στο Σοκάκι του Τρολόκρανου. Ήταν τότε που ο Φορς, ανίδεος, μόλις είχε φτάσει με τον καλό του Κουκουβάγιο φίλο, τον κληρικό Φιτιπάλντι, στην πιο φημισμένη ταβέρνα στο Βαθυνέρι, την Πύλη του Χασμουρητού...

Back to blog

Leave a comment

Please note, comments need to be approved before they are published.