Η παρούσα χρονογραφία συντέθηκε υπο του Ζουκ Νίγκελ Λιγμενοφαγητού της Αμν και σκοπό έχει να αποτελέσει κτήμα εις αεί σε όλους εκείνους τους γενναίους ερευνητές που με το πείσμα, την υπομονή, την οξυδέρκεια και την άσβεστη δίψα τους, επιδιώκουν να μεγαλώνουν τους ορίζοντες της γνώσης τους.
"Βιβλίο Α
Είναι ευρέως γνωστό σε όλες τις πολιτισμένες φυλές του Φάερουν πως το Λαμπαδοκάστρι αποτελεί ασφαλές καταφύγιο για όλους εκείνους που αναζητούν να διευρύνουν το γνωστικό τους πεδίο. Όπως ο αρχειονόμος Ελντεργκαρντ έχει ήδη γράψει “Δεν υπάρχει θέμα συζητημένο από θνητό ή αθάνατο πλάσμα το οποίο να μην υπάρχει στη βιβλιοθήκη”.
Απέχει μόλις 5 μέρες δρόμο απο την πόλη της Μπάλντουρ’ς Γκέιτ και τα ψηλά επιβλητικά του τείχη ορθώνονται αδιαπέραστα και αψήφιστα απέναντι σε κάθε απειλή, ίσως και του πανδαμάτορα χρόνου. Η πένα του Λογίου αντιμέτωπη με την περιοχή που οι κάτοικοι της ονόμασαν Ακτή του Σπαθιού. Ο χρόνος έχει δείξει πως συνήθως τα έργα του σπαθιού με τον καιρό τιθασεύονται, δεν φαίνεται ωστόσο να ισχύει το ίδιο με τα έργα της πένας.
Αν και είχα διαβάσει πολλάκις, στην ιδιωτική βιβλιοθήκη του δασκάλου μου, για αυτό το θαυμαστό οχυρό και φυσικά ήθελα να το εξερευνήσω η ευκαιρία μου δόθηκε με τον πιο ανορθόδοξο και δυσάρεστο τρόπο.
Η περιοχή την οποία αποκαλώ πατρίδα έχει επικυρήξει κάθε μορφή μαγείας. Για την ακρίβεια η διοίκηση της επαφίεται στο συμβούλιο των Πέντε, μέλη του οποίου είναι οι γόνοι των πλουσιότερων και πιο επιδραστικών οικογενειών. Κυφήνες οι οποίοι αναπαύονται στα πλούτη και το στάτους της θέσης των προγόνων τους.
Το συμβούλιο των Πέντε δίνει εντολές στους Μάγους της κουκούλας. Οι μόνοι χρήστες μαγικών τεχνών που επιτρέπεται να ασκούν την κλίση τους υπακούωντας φυσικά στις διαταγές του συμβουλίου. Πράγματι αυτοί οι μαυροφορεμένοι δειλοί των οποίων η μεγαλύτερη μαγική συνεισφορά μάλλον είναι το πόσο γρήγορα ακολουθούν τυφλά εντολές για λίγο χρυσό αιχμαλώτισαν τον δάσκαλο μου, τον Νίμπελ.
Ο μόνος λόγος που ο γράφων ταύτα δεν ακολούθησε την μοίρα του Δασκάλου, προς το παρόν, είναι διότι ο τελευταίος είχε εξοπλίσει τον μαθητή με ένα ξόρκι τηλεμεταφοράς προς το Λαμπαδοκάστρι.
Ακόμα θυμάμαι τα τελευταία του λόγια προς εμένα τα οποία ειπώθηκαν με εκείνη την λαγαριστή φωνή. “Βρες τους Αναγνωρισμένους”
…
Οι πρώτες μου εβδομάδες στο Λαμπαδοκάστρι ήταν άκρως ενδιαφέρουσες. Όπως έμαθα για να μου επιτραπεί η είσοδος στα ενδότερα ήταν απαραίτητο να δώσω κάποιο σύγγραμα το οποίο δεν ήταν ήδη μέλος της βιβλιοθήκης. Καθόλου εύκολο εγχείρημα αν αναλογιστεί κάποιος πως η βιβλιοθήκη είναι η πληρέστερη όλου του Φάερουν.
Ο Θώθ μου χαμογέλασε ωστόσο και πολύ σύντομα σύναψα επαφές με μια ομάδα ατόμων που φαινόταν να είχαν δύο τέτοια βιβλία στην κατοχή τους. Τα βιβλία δεν ήταν άλλα απο τις ισχυρές παρεμβάσεις του Μάσφροθ και την Πτώση της Τεθιαμάρ.
Όσοι ώρα περιμέναμε απο τους Αναγνωρισμένους, το ευγενικό τάγμα μελετητών του Λαμπαδόκαστρου, να επικυρώσουν την γνησιότητα των βιβλίων συνέβη το πιο εξωφρενικό γεγονός.
Τα βιβλία μεταμορφώθηκαν σε πύρινες φλόγες, μετέπειτα σε νυχτερίδες και πέταξαν μακριά. Αν δεν το είχα δει με τα μάτια μου δεν θα το πίστευα. Δεν ξέραμε ποια μορφή μαγείας ήταν ικανή για κάτι τέτοιο ωστόσο πληροφορηθήκαμε πως το μέρος απ’ όπου αγοράστηκαν τα βιβλία δεν ήταν άλλο απο τον Αμμόλοφο. Ένα βιβλιοπωλείο στην καρδιά της
υπαίθριας αγοράς της πόλης του Μπάλντουρ’ς Γκέιτ.
Η συντροφιά ξεκίνησε αμέσως το ταξίδι για να λύσει αυτό το μυστήριο. Η ομάδα μας, ετερόκλητη, αποτελούταν απο τον Τζενάσιο της Φωτιάς, τον πανούργο Δρυίδη Μάγκαθαρ, τον γνωστικό Κουκουβάγιο κληρικό του Όγκμα, Φος-Μπου Γκαλ-Όσμε, τον γενναίο παλαντίνο του Τυρ Φούριν και απο τον γράφοντα.
Στην πόλη μάθαμε ανησυχητικά νέα. Η πόλη της Έλτουρελ δυτικά του Μπάλνουρ’ς Γκέιτ είχα απλά χαθεί απο προσώπου γης. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την ροή μέγλου μέρους μεταναστών προς την ασφάλεια των τειχών της Μπάλντουρ.
Εφόσον κατορθώσαμε να εισέλθουμε στα τείχοι μια ακόμη δυσάρεστη έκπληξη μας περίμενε. Δεν μπορούσαμε να μείνουμε στην Άνω Πόλη, το μέρος οπου βρισκόταν το βιβλιοπωλείο, μετά την δύση του Ηλίου. Η παραμονή επιτρεπόταν μόνο στους Πατριάρχες.
Παρ’όλα αυτά το φως της ημέρας αποδείχτηκε αρκετό για να βρούμε το βιβλιοπωλείο το οποίο πουλούσε ξανά σα να μην συμβαίνει τίποτα τα βιβλία που είχαν κάνει φτερά.
Υποκρινόμενοι τους πελάτες ο παλαντίνος Φούριν και εγώ καταφέραμε να αποσπάσουμε κάποιες πληροφορίες όχι αρκετές όμως για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την φύση της γητείας, ούτε και αν ο πωλητής ήταν εν γνώσει του λωποδύτης.
Το πέπλο της νύχτας σκέπασε την πόλη και η συντροφιά είχε βρει κατάλυμα στην ταβέρνα του ξωτικοτράγουδου. Στις 12 καμπάνες μια υπέροχη θρηνητική μελωδία κάλυψε το χώρο. Η οπτασία μιας ξωτικιάς τραγουδούσε για τον αγαπημένο της που χάθηκε για πάντα στην αφρώδη θάλασσα. Ακόμα δεν έχω ανακαλύψει κάτι για την ταυτότητα της, όμως η ιστορία της κάτι μου θυμίζει…
Όση ώρα εμείς εκστασιαζόμασταν με το υπέρχο τραγούδι, ο Φούριν αχόρταγος για γνώση έκανε μια βόλτα στην κάτω πόλη. Εκεί έμαθε το μέρος που βρισκόταν το σπίτι των πωλητών του Αμμόλοφου. Δεν γνωρίζω πως έμαθε αυτή την πληροφορία αλλά αρνούμαι να πιστέψω τον κακόπιστο Δρυίδη Μάγκαθαρ που πικρόχολα σχολίασε πως ο Φούριν πήγε σε… πορνείο.
Υπο το κάλυμμα της νύχτας γεννήθηκε το εξής σχέδιο. Υποκρινόμενοι ενδιαφερόμενη συνεργασία θα μπαίναμε στην οικία των πωλητών και με τις κατάλληλες ερωτήσεις και λίγο απο την φυσική μου.. τσαχπινιά θα κατορθώναμε να φτάσουμε στην λύση του μυστηρίου.
Το σχέδιο δούλεψε μέχρις ενός σημείου. Το σημείο αυτό ήταν η μεταμόρφωση των οικοδεσποτών μας σε πεινασμένα τσακάλια. Παρά τον κίνδυνο που διαπεράσαμε καταφέραμε να βγούμε νικητές απο την αναμέτρηση και να βρούμε την γητεία με την οποία είχαν δεθεί τα βιβλία.
Έχοντας πλέον λύσει την γητεία και με τα αυθεντικά βιβλία την κατοχή μας επιστρέψαμε περιχαρής στο Λαμπαδοκάστρι…"