Καθώς σκοτώσαμε τα τελευταία Orcs άρχισα να βλέπω κάτι οικείο. Οι επιζήσαντες με κοιτούσαν τρομοκρατημένοι σχεδόν με το ίδιο βλέμμα που αντίκροιζαν τα Orcs, μία έκφραση που απέδωσαν σε μία λέξη "Drow", έλεγαν με τρεμάμενα χείλη "είναι Drow δεν τον επιστευόμαστε" την απέχθεια την περίμενα από τα πλάσματα της επιφάνειας, αλλά ο φόβος που έδειχναν οι άνθρωποι στην όψη μου, με έκανε να νιώθω θυμό και απογοήτευση...Σαν το φως του ήλιου όταν είναι στην θέση του "εχειμέρα" όπως το λένε, ο φόβος του μου θύμησε ότι δεν είμαι επιθυμητός στον κόσμο τους.
Βάζοντας τα συναισθήματά μου στην άκρη, πλησίασα τον Zord για να τον βοηθήσω και εκεί έιδα κάτι ασυνήθιστο, ένα νεαρό αρσενικό Orc ρωτούσε τον Zord κάτι στην γλώσσα τους και φαινόταν να θυμώνει όσο ο Zord απαντούσε. Ξαφνικά το νεαρό Orc βγαίνει έξω και χωρίς να βγάλει λέξη εκτοξεύθηκε στον αέρα προς τον ουρανο που δεν έχει οροφή, κάτι που σίγουρα δεν εναι φυσιολογικό ακόμα και για χρήστες μαγείας. Διερευνώντας περεταίρω τον ναό μαθαίνουμε ότι ήταν στην δόξα του Bhaal ένας σαδιστικός απάνθρωπος θεός του Φόνου πριν κάτσω να σκεφτώ βρίσκουμε μια καταπακτή που οδηγει σε ενα προστατευμένο με ψευδαισθήσεις υπόγειο πέρασμα. Το πέρασμα φαίνεται να είναι μια γέφυρα που διασχίζει ένα χάσμα και οι 2 άκρες σηματοδοτούνται με γιγάντια κρανία.
Στα έγκατα του μυστικού κτίσματος βλέπουμε και άλλα Orcs ακόλουθους του Bhaal καθώς και μια κρατούμενη χλωμή duergar, όπως μου είχαν πει οι σύντροφοι οι duergar της επιφάνειας είναι όντως πολύ διαφορετικοί σε συμπεριφορά, η νεαρή ήταν έτοιμη για πόλεμο και ας ήταν αποδυναμωμένη. Μαθαίνουμε πως το νεαρό Orc είναι ο γιος ενώς Ghazbak του οποίου το χέρι χρησιμοποιούσε η Σαμάνος που παλέψαμε, από οτι μας λέει η χλωμή duergar ένα κακόβουλο ον διέφθειρε την φυλή του Ghazback και άρχισε την σχέση των Orcs με τα διαφορα τερατουργήματα και τους γίγαντες. Ακούγοντας τις βροντερές φωνές τους, καταλαβαίνουμε πως οι γίγαντες έχουν βρεθεί στο άνοιγμα του χάσματος, η δουλειά μας δεν έχει τελειώσει.