23η μέρα του Alturiak, 1485
Δεν είχαν περάσει 5 λεπτά από την στιγμή που απίθωσα το κρανίο του Μινώταυρου στον τάφο του Αίαντα, όταν εμφανίστηκε μπροστά μας για πρώτη φορά η Λαίδη Ιβρέην. Συμφώνησε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας και ξεκινήσαμε και πάλι το ταξίδι μας αναζητώντας ασφαλές μέρος για να ξεκουραστούμε.
Σε μια από τις στοές ακούσαμε θορύβους κι ετοιμαστήκαμε για μάχη. Δύο τερατόμορφα πλάσματα πέρασαν τρέχοντας μπροστά μας, μας είδαν, αλλά καθώς δεν τους επιτεθήκαμε, συνέχισαν την πορεία τους τρέχοντας προς μια πολύ στενή στοά, σχεδόν σαν λαγούμι. Λίγο αργότερα από την αντίθετη πλευρά εμφανίστηκαν οι πρώτες ανθρωπόμορφες ύαινες. Η μάχη ήταν σκληρή και κράτησε πολύ ώρα, αλλά η ποιότητα της αγωνιστικότητάς μας και της συνεργασίας μας βρισκόταν σε πολύ ανώτερο επίπεδο απ’ ότι στην μάχη όπου χάσαμε για πάντα τον Αίαντα. Σε αυτό βοήθησε ιδιαίτερα και η νέα μας σύντροφος: έμοιαζε σαν καμία επίθεση που έκαναν οι ύαινες εναντίον της να μην μπορούσαν να βρουν στόχο. Σε κάποια στιγμή, δύο σκελετωμένα φτερά ξεπρόβαλλαν στην πλάτη της και το σπαθί της εξέπεμπε ένα απόκοσμο φως που της έδινε δύναμη. Όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν, δεν είχαμε χρόνο να το σκεφτούμε. Περισσότερες ανθρωπόμορφες ύαινες ήρθαν από τις νότιες στοές κι ο αρχηγός τους αποδείχθηκε σκληρό καρύδι. Καταφέραμε όμως να τους σκοτώσουμε όλους χωρίς να δεχτούμε παρά μερικές γρατζουνιές. Ο Ζόρντ, ο Αντάκιορ και ο Έλιστραλ έκαναν κάποιες επιθέσεις που δεν τους είχα ξαναδεί να κάνουν, και σκότωναν τις ύαινες με ευκολία. Σκέφτηκα ότι ίσως η θυσία του Αίαντα να μας ένωσε όλους και να μας έκανε πιο ετοιμοπόλεμους από πριν.
Στη συνέχεια αναλάβαμε με τον Αντάκιορ να εξερευνήσουμε τις υπόλοιπες στοές για να δούμε αν ήταν ασφαλές να κατασκηνώσουμε. Αόρατος μες στα σκοτάδια είδα 3 ακόμα ύαινες τις οποίες και σκοτώσαμε χωρίς κανένα πρόβλημα. Συνεχίσαμε την ανίχνευση, ο Αντάκιορ μένοντας πιο πίσω και παρατηρώντας με την ανεπτυγμένη του όραση κι εγώ μπροστά, αόρατος, όπως νόμιζα, μες στα σκοτάδια. Έφτασα σε μια μικρή σπηλιά με αμμώδες έδαφος και λίγα τεράστια αυγά. Σηκώνοντας το κεφάλι μου προς το ταβάνι είδα τα δυο πλάσματα που είχαμε δει αρχικά να τρέχουν, προφανώς για να ξεφύγουν από τις ύαινες. Με τρόμο συνειδητοποίησα ότι μπορούσαν να με δουν και υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μην ξανακάνω ποτέ την μαλακία να πηγαίνω μόνος μου ανιχνεύοντας, καθώς προφανώς υπάρχουν πλάσματα εδώ κάτω που μπορούν να με δουν στο σκοτάδι. Συνέχισα να κοιτάζω για 2-3 δευτερόλεπτα τα πλάσματα κι όταν βεβαιώθηκα ότι δεν μου επιτίθενται, έφυγα βιαστικά, άρπαξα τον Αντάκιορ και γυρίσαμε στην υπόλοιπη ομάδα. Εγώ επέμεινα ότι τα πλάσματα αυτά ήταν ειρηνικά, καθώς δεν μου επιτέθηκαν παρόλο που ήμουν μόνος στην φωλιά τους κι έκανα την «ασφαλή» υπόθεση πως δεν ήταν παρά ένα ζευγάρι που περίμεναν τα μικρά τους «να βγουν από το αυγό».
Η λαίδη Ιβρέην επέμενε ότι έπρεπε να τα σκοτώσουμε πριν ξεκουραστούμε και είχε απόλυτο δίκιο: ξαφνικά τα δυο πλάσματα μας αιφνιδίασαν κι άρχισαν να επιτίθενται σ’ εμένα και τον Αντάκιορ που βρισκόμασταν πιο κοντά στις εξόδους. Το ένα από τα δυο, που μου φάνηκε να είναι το αρσενικό καθώς ήταν δυνατότερο, ψηλότερο, μεγαλύτερο κι είχε και μια πούτσα να κρέμεται ανάμεσα στα πόδια του, με χτύπησε 2 φορές απανωτά με τα κοφτερά του νύχια και σχεδόν με έριξε λιπόθυμο. Πέρα από τον πόνο και το αίσθημα αυτοσυντήρησης, ένοιωσα πραγματικά προδομένος: προσπαθούσα να πίσω τους συντρόφους μου ότι ήταν μια ειρηνική οικογένεια που οφείλαμε να αφήσουμε ήσυχη κι αυτός ο τερατόμορφος καργιόλης σχεδόν με σκότωσε με δύο χτυπήματα. Κάνοντας μια δεύτερη υπόσχεση στον εαυτό μου να μην την ξαναχαρίσω σε κανένα τέρας, σήκωσα τη βαλλίστρα μου και του έριξα ένα βέλος στο πόδι που φάνηκε να μην το καταλαβαίνει καν και πλέον εξοργισμένος τον χτύπησα με ένα δεύτερο ορμητικό βέλος κατευθείαν στο στήθος. Το χτύπημα μου ήταν τόσο δυνατό που για μια στιγμή ήμουν βέβαιος ότι το είχα σκοτώσει, αλλά εκείνο στεκόταν ακόμα όρθιο. Με την μαγική ταχύτητα που διαθέτω έφυγα όσο πιο μακριά μπορούσα, πολύ χτυπημένος, φοβισμένος και συναισθηματικά κλονισμένος.
Η μάχη που ακολούθησε δεν είχε καμία σχέση με την προηγούμενη. Αυτά τα δυο κτήνη αποδείχθηκαν πολύ πιο επικίνδυνα από τις ορδές των Υαινών που είχαμε πολεμήσει προηγουμένως. Η Λαίδη Ιβρέην πολέμησε γενναία αλλά χτυπήθηκε πολύ κι έπεσε αναίσθητη, η άμυνα που μας είχε παράσχει όμως μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν αρκετή για να καταφέρουμε όλοι μαζί να σκοτώσουμε και τα δύο τέρατα.
Στη συνέχεια φροντίσαμε όπως - όπως τις πληγές μας, κάναμε ομελέτα τα αυγά τους και τεμαχίσαμε τα πτώματα τους σε μερίδες και πέσαμε να ξεκουραστούμε. Δεν ένοιωθα καμία τύψη για τα τέρατα. Πρώτον, είχαν προδώσει την εμπιστοσύνη μου και δεύτερον, η ομελέτα μου έφτιαξε το στομάχι το οποίο με είχε πάει αίμα εδώ και μέρες από τότε που αρχίσαμε να τρώμε τα δηλητηριασμένα ανθρωπόμορφα μανιτάρια που σκοτώσαμε πριν μια βδομάδα.
Το πρωί συνεχίσαμε την πορεία μας και βρεθήκαμε σε ένα λιβάδι με μανιτάρια, κανονικά αυτή τη φορά, στην άκρη του οποίου διακρίναμε τους 2 νάνους με το μουλάρι τους να ταξιδεύουν. Τους νάνους που μόλις μια μέρα πριν μας είχαν παρατήσει αβοήθητους στα νύχια των Σκράγκς και του Δαίμονα. «Θα σας πάρει ο δαίμονας καργιόλια» σκέφτηκα και γύρισα προς τους συντρόφους μου, αναμένοντας τη συλλογική τους απόφαση δια την περαιτέρω αντιμετώπισην του τρέχοντος ζητήματος περί των νάνων, το οποίον ενέκυψον αυθορεί και εξ απίνης και απαιτούσεν την ομόφωνος και ομόψυχην συγκατάθεσιν τοιαύτων των παρευρισκομένων μελών της αγωνιστικής μας ομήγυρης (Lower στα celestial με Β+).