Όπως τα εξιστορεί ο βάρδος Φθορ υπό την μουσική υπόκρουση με το γιουκαλίλι του σκυλόμορφου Μαγιόρ.
ΖΑΑΡΕΝ ΤΕΛ ΑΣΑΡΝ ΤΟΡΝΑΜΝ
ΓΕΝΝΗΣΗ ΚΑΙ ΔΡΟΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΠΗΛΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΜΑΝΤΗ
Ο θόρυβος του τρεχούμενου νερού ίσα που κάλυπτε τους λυγμούς της γυναίκας. Οι μαυροφορεμένοι επίλεκτοι του πασά είχαν καλύψει την μεγαλύτερη απόσταση και μπορούσε ήδη να ακούσει τα τραγούδια της σκλαβιάς από τις τραχιές βουνοπλαγιές να διεκδικούν κάτι παραπάνω από την ελευθερία της.
Ένιωθε τη ζωή να φτάνει στο τέλος της, ελέγχοντας για τελευταία φορά πως το φιαλίδιο με το δηλητήριο ήταν ασφαλές στο δισάκι και το μαχαίρι της δρακοκυράς στο ζωνάρι. Τίποτα δεν έμοιαζε περισσότερο δίκαιο και ιερό από την θυσία της την στιγμή που τύλιγε το κοιμισμένο βρέφος στο ύφασμα χαμηλώνοντάς το στο ψάθινο καλάθι. Το μεταξωτό τεχνούργημα, μονάκριβη κληρονομιά από την μακροζωισμένη γεννιά του πατέρα, της έδινε την ελπίδα ότι οι νύμφες του ποταμού θα φροντίζαν το νεογέννητο και ίσως γλίτωνε από τα πλάσματα του νερού με την ίδια τύχη που γλύτωσε την σκληρή καταδίκη που επέβαλε στα πρωτότοκα ο Πασάς.
Κάλιμσαν, Μανσάκα η “Πόλη των Ματωμένων Αρένων” .
Ο Ζάαρεν έτρεχε ξυπόλυτος στις καυτές στέγες της συνοικίας του λιμανιού με το πουγκί ενός μεγαλέμπορα να κουδουνίζει κάτω από το τουρμπάνι του. Τα σκληραγωγημένα του πόδια φτερούγιζαν στις πύληνες κορυφές, αφήνοντας πίσω ένα αναπαίσθητο αποτύπωμα τόλμης, λαχτάρας και άμμου. Μόνο τα πτηνά και οι γλάροι της κάτω Δρουδαχίας έκρωζαν κάποτε συνθηματικά στην άφιξή του, μέχρι που έμαθε να τα ταϊζει ωσπου έγιναν κι αυτά πιστοί συνωμότες με πλούσιο μερτικό. Αυτή η τελευταία του δουλειά ήταν αρκετή για να συμπληρώσει τα έξοδα στο μακρινό ταξίδι στην Ακτή του Σπαθιού, στο χωριό του Γκρίνεστ. Ήξερε ελάχιστα για το μέρος και αυτό από μόνο του το έκανε να φαντάζει εξωτικό.
Η καλοστημένη επιχείρηση ξαφρίσματος των εμπόρων που φτάναν σωρηδόν με πλοία από όλες τις άκρες του Φαερούν στην Συνοικία του Λιμανιού της Μανσάκα θα έμενε στα σίγουρα χέρια του αδελφικού του φίλου Ρίγκο, του τρίτωνα που μεγάλωσαν μαζί ως έφηβοι στις φτωχογειτονιές της πόλης. Ο Ζάαρεν διασχίζοντας τις στέγες, ταξίδευε στις σκέψεις του τόσο που κόντεψε να χαιρετίσει από υπερβολική έπαρση τους Αμλακχάρους που φρουρούσαν τους μιναρέδες στα έσω τείχη, κι ίσα που πρόφτασε να συγκρατήσει το χέρι του από το να σηκώσει το τουρμπάνι και να γλιστρήσει άδοξα στο κενο το πολύτιμο πουγκί. Όταν έβγαιναν μαζί, ο Ρίγκο τον συνέτιζε στις μικρές αυτές εξορμήσεις, αλλά τώρα ο χρόνος πίεζε και ο Ζάαρεν βγήκε για τρίτη και τελευταία φορά αυτή τη μέρα μόνος.
Η συνεργασία τους τον τελευταίο καιρό είχε τέτοια επιτυχία που έφτασε να ανταγωνίζεται τα ληστρικά χέρια του Συνδικάτου και γέννησε το περίφημο ‘Ορφανοτροφείο’. Η μικρή και ευέλικτη οργάνωσή τους έγινε αβάσταχτος πονοκέφαλος για τα κοφτερά γιαταγάνια των αμλακχάρων του Πασά Μπουλούκ Ελ Καμίρ και των τραμπούκων του Συνδικάτου. Η Φατρία Ελ Καμίρ ελέγχοντας το Συνδικάτο κατάφερε τα χρόνια της ανατροπής των Τζίνι και Εφρίτ από την εξουσία του Κάλιμσαν να αναδείξει τον Μπουλούκ Ελ Καμίρ στην θέση του Πασά της πόλης, μα κυρίως έλεγχε τον υπόκοσμο. Συνδικάτο και Αμλακχάροι προσπάθησαν πολλές φορές να βάλουν τέλος στην ανερχόμενη ομάδα του Ορφανοτροφείου, μα τα απείθαρχα ορφανά, τα αμέτρητα κρησφύγετα και η υποστήριξη των εξαθλιωμένων ήταν αρκετές για να γλιτώσουν τον Ζάαρεν και τον Ρίγκο από την σύλληψη και τον αποκεφαλισμό.
Το καραβάνι που θα διέσχιζε την επικίνδυνη έρημο ήταν καλά φορτωμένο έξω από τις κεντρικές πύλες, και περιτριγυρισμένο από σκληροτράχηλους και έμπειρους πολεμιστές του Κάλιμσαν. Οι μισθοφόροι που θα το συνόδευαν στο ριψοκίνδυνο πέρασμα της ερήμου ήταν παλιοί φίλοι της ξακουστής μονομάχου Βάιρα, κι αν θα γνώριζαν την σύνδεση του Ζάαρεν με την Βάιρα θα το έκαναν αφιλοκερδώς. . Πριν τους πλησιάσει, κρύφτηκε σε ένα πιθάρι και φόρεσε την καλά δουλεμένη μεταμφίεσή του. Τώρα ήταν ένας διανοούμενος, συγγραφέας και λαογράφος, μελετητής του κώδικα των κλεφτών με προορισμό το Βαθυνέρι. Το πουγκί του μεγαλέμπορου και οι οικονομίες του ίσα που έφτασαν για να πληρώσει το πανάκριβο ταξίδι, μα και να του μείνουν ελάχιστα χρυσά νομίσματα. Όσο απομακρυνόταν από την αγαπημένη του Μανσάκα, ονειρευόταν ήδη την επιστροφή του.. Στα ξένα θα αναζητούσε την δύναμη που θα τον οδηγούσε στον καιρό που σκλαβωμένοι και εξαθλιωμένοι θα πάρουν την μοίρα της Μανσάκα στα χέρια τους, και οι καιροί των πασάδων και των διεφθαρμένων πλουσίων θα γίνουν παρελθόν.
Είχε μαζί το γράμμα του Λεοζίν Ερλάνθαρ που τον καλούσε στο όνομα της Βάιρα εσπευσμένα στο μακρινό Γκρίνεστ, και από την προσμονή το είχε μάθει απέξω. Είχε έρθει η ώρα να ξεπληρώσει τα πολύτιμα μαθήματα της Βάιρα όχι μόνο στο μαχαίρι και το σπαθί, μα και στην γαλούχηση ενός χαρακτήρα ικανού να επιβιώσει στην σκληρή πραγματικότητα του Κάλιμσαν.
Ο δρόμος για το Γκρινεστ τον οδήγησε βόρεια του Κάλιμσαν, διασχίζοντας ανατολικά το Βασίλειο του Τεθύρ και την Χώρα του Αμν. Όσο το καραβάνι πλησίαζε στις κοιλάδες που έντυναν το νότιο άκρο της Ακτής του Σπαθιού, τόσο πρασίνιζε ο τόπος και δρόσιζε η ατμόσφαιρα. Μετά από ένα ολόκληρο μήνα χαιρέτισε τους καραβανάδες και έφτασε στα περίχωρα του Γκρίνεστ, γνωστό επάξια ως Πρασίνοτατο, μιας και στεκόταν στην μέση μιας εξαιρετικά εύφορης κοιλάδας.
Οι σύντροφοι που συνάντησε έξω από το Γκρίνεστ απείχαν πολύ από τον κόσμο που είχε συνεργαστεί στην Μανσάκα και δεν γνώριζαν το παραμικρό από κόλπα. Είχαν όμως γούστο. Ο αινιγματικός μονάχος που συγκέντρωσε την πολύμορφη ομάδα του Ζάαρεν έφτασε φέρνοντας βαρύ φορτίο από νέα στους νέους συντρόφους. Η πανίσχυρη μυστική αίρεση του Δράκου θα απειλούσε ολέθρια τον κόσμο του Φαερούν, και η νεοσύστατη ομάδα του Ζάαρεν θα ήταν η αιχμή του δόρατος των καλών δυνάμεων του κόσμου να την σταματήσει. Έτσι γεννήθηκαν τα Ολέθρια Ιγκουάνα, το έπος των οποίων διηγήθηκαν και διηγούνται ακόμη πολλοί βάρδοι και δεν είναι η θέση μου να σας διηγηθώ.
Όμως παραλληλα με το έπος των Ιγκουάνα, ο Ζάαρεν στο ταξίδι μαζί τους έφτασε στις παρυφές των βουνών της σκοτεινιάς, στην τοποθεσία ενός μέρους μυστικού και σημαντικού για την αποστολή τους. Η είσοδος βρισκόταν βόρεια από τους λόφους των Τρολλ και το ερείπιο έμοιαζε θαμμένο στα έγκατα του βουνού και ξεχασμένο στον χρόνο.
Σκοτεινές αίθουσες στολισμένες με αρχαία κειμήλια και αρκανικούς ρούνους νεκρομαντικής μαγείας ανοίχτηκαν μετά από αιώνες από τον Ζάαρεν και τους συντρόφους του, ζωντανεύοντας ξόρκια ανίερα που στοιχειώναν το μπουντρούμι. Στα έγκατα του καταραμένου αυτού τόπου ξύπνησε το Θανατρόλ, το πλάσμα που έζησε κρυμμένο περιμένοντας αιώνες την στιγμή του . Η βλάσφημη δημιουργία βρυκόλακα ταισμένου με το αίμα Τρολ ήταν έκπληξη, μα η αποκάλυψη ήρθε μετά. Το απέθαντο κτήνος πρόσφερε πίστη και υποταγή στον Ζάαρεν, αποκαλύπτοντας του πώς υπηρέτησε και υπηρετεί ακόμα τον αιώνες νεκρό τύραννο Βασιλιά Άσαρν Τόρναμν, πρόγονο εξαίματος του Ζάαρεν και δικαιούχο του θρόνου της Μανσάκα. Ο Ζάαρεν είναι ο τελευταίος απόγονος και δικαιωματικά διεκδικητής του στέμματος.
Τι είναι χειρότερο? Η βασιλεία των νεκρών ή οι βασιλιάδες? Το Θανατρολ, εκπρόσωπος και των δύο, μάτωσε τις λάμες και τα βέλη των Ολέθριων Ιγκουάνα, μα πρώτου πεθάνει οριστικά, λάβωσε το ελεύθερο πνεύμα του Ζάαρεν με την κληρονομιά ενός κόσμου που μισεί.