Όπως τα αφηγείτα ο Αουρέλιον Φλογόσημος, μέλος των Σαγονιών των Λογίων και μάγος που ρέει αίμα δράκων στις φλέβες του.
Με το γνωστό ρητό “Ο δολοφόνος πάντα γυρίζει στο τόπο του εγκλήματος” να βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση μας, βρισκόμαστε σχεδόν στο ίδιο σημείο του μπουντρουμιού στο οποίο αναγκαστήκαμε να υποχωρήσουμε πριν λίγες μέρες, ύστερα από εξαντλητικές μάχες αναζητώντας ένα δυνατό μαγικό αντικείμενο πριν πέσει στα χέρια του Κάελ Σέλεμσταντ, Γύπα της Αθκάτλα.
Εκείνη λοιπόν τη στιγμή εμφανίζεται ο Σόναθ μέσα από τις σκιές να μας προειδοποιήσει για 3-4-5 (ποιος ξέρει ακριβώς; από το σχολείο είχα μια ελαφριά διάσπαση προσοχής) “Μεγάλους” και πολύ πεινασμένους εχθρούς να πλησιάζουν. Οι σύντροφοί μου αμέσως αποφάσισαν ότι έπρεπε να κινηθούμε μακριά από το κίνδυνο και να ακολουθήσουμε ένα μονοπάτι που είχε βρει ο Σόναθ κατά την περιήγησή του στο χώρο, το οποίο οδηγούσε βαθύτερα μέσα στο βουνό. Συμφώνησα και εγώ σε μία απο τις σπάνιες φορές που ακολούθησα τις συμβουλές του πατέρα μου. Κρυφτήκαμε λοιπόν και χρησιμοποιώντας τη Χαδιάρα και τη Φλάφο, παρά τις εμφανείς αντιρρήσεις του Γκάρβιελ, ως αποδιοπομπαίες αρκούδες στην περίπτωση μας, καταφέραμε να αποφύγουμε την μάχη και να βρεθούμε εκεί που θέλαμε.
Εκεί είναι που άρχισαν να περιπλέκονται λίγο και τα πράγματα, καθώς ακούσαμε ένα αρκετά ιδιαίτερο διάλογο πίσω από μια κλειστή σιδερένια πόρτα, ανάμεσα στη Γριά Γιάρακ και τη Σαμάνα Μπόρντρουγκ. Φάνηκε να υπάρχει μια διάσταση απόψεων μεταξύ τους όσο αναφορά τον Γκρούμς Μαυραγκάθη και έναν προφήτη που “μάλλον” ελέγχει τη Γριά Γιάρακ;;; (Διάσπαση προσοχής, μην ξεχνιόμαστε!). Η απόφαση που πήραμε ήταν τελικά να παρέμβουμε και αφού ο Σόναθ ξεκλείδωσε την πόρτα, αντικρίσαμε την Γριά Γιάρακ να έχει αλυσοδεμένη τη Σαμάνα Μπόρντρουκ και να ετοιμάζεται να μας επιτεθεί. Αμέσως ο Φούριν πρόταξε το κορμί του να μας προστατεύσει και μια επίθεση με οξύ της Λιθάριελ ελευθέρωσε τη Σαμάνα η οποία έφυγε;;; από ένα μυστικό πέρασμα. Το σχέδιο μας είχε πετύχει... πάλι! Αφού ο Γκάρβιελ, ο Σόναθ και εγώ ξεφορτωθήκαμε τους Στίργους που εμφανίστηκαν σαν ενοχλητικά κουνούπια τον Αύγουστο, καταφέραμε να ρίξουμε αναίσθητη τη Γριά Γιάρακ. Η μάχη είχε τελειώσει!
Το δωμάτιο που βρεθήκαμε είχε πολλούς σκελετούς κρεμασμένους από το ταβάνι, ήταν αρκετά σιχαμερό και πολύ βρώμικο για τα γούστα μου. Παρ’ όλα αυτά στην αναζήτηση μας εκεί βρήκαμε στοιχεία για την εμπλοκή των Ιπποτών της Ασπίδας στο ότι τέλος πάντων τρέχει εδώ μέσα και αυτό από μόνο του είναι αρκετό για μένα. Βρήκαμε επίσης ένα χρυσό βιβλίο τελετουργικών Ορκ από ότι φαίνεται σε πρώτη φαση. Αμέσως σκέφτομαι τον ενθουσιασμό που θα προκαλούσε αυτό στον Ζουκ... Αλήθεια που είναι ο Ζουκ τόση ώρα;
Πέρασε η ώρα και από το μυστικό πέρασμα ακούγονται ποδοβολητά και φωνές. Αυτό μας ανάγκασε να ακολουθήσουμε τα σκαλιά που οδηγούν βαθύτερα σε αυτό το μπουντρούμι, κουβαλόντας μαζί μας και την αναίσθητη Γριά Γιάρακ. Αφού ακολουθήσαμε το μονοπάτι που ανήχτηκε μπροστά μας βρεθήκαμε σε ένα πλάτωμα σαν μεγάλη σπηλιά όπου και άλλοι πολύ ενοχλητικοί και απαίσιοι Στίργοι εμφανίζονται ίσα ίσα να ταράξουν την ηρεμία του χώρου. Η παρουσία Τρογλοδυτών μέσα στο ποτάμι που διασχίζει το χώρο και χάνεται στο βουνό επίσης ταράζει την ηρεμία μας και προσπαθήσαμε να κινηθούμε , ας το πούμε, κυκλικά για να τους αντιμετωπίσουμε. Όπως όλα μας τα σχέδια στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία και βρεθήκαμε σε ένα μεγάλο χώρο με πολλούς τάφους!
Από το πουθενά λοιπόν εμφανίζεται ημιθανής ένας πολεμιστής που εκ των υστέρων μάθαμε ότι ονομάζεται Ασαρακβόν ο Τυχερός. Ήταν γεμάτος αίματα και πολύ πολύ τρομαγμένος. Σε κατάσταση σχεδόν τρέλας προσπάθησε να μας προετοιμάσει για το τι θα ακολουθούσε. Ήταν εκείνη η στιγμή που κάποιος μίλησε στο μυαλό μου. Ήταν ο Βόργκοθ ένα πολέμαρχος των Ορκ που είχαμε σκοτώσει κατά την εισοδό μας. Παρουσίασε τον Κάελ ως προφήτη, κάτι που με εκνεύρισε αρκετά, και κάτι ότι θα πάρει την τελική του μορφή και θα επιταχύνει το έργο του κληρονόμου του σύμπαντος... μπλα μπλα μπλα! Τα λόγια αυτά που μετέφερα στους συντρόφους μου καθώς και ο Ασαρκαβόν, που μόνο τυχερός δεν έμοιαζε στην παρούσα φάση, τρόμαξαν τη συντροφιά μας. Η Λιθάριελ ξεκίνησε να πισοπατά και η αλήθεια είναι ότι και εγώ ήθελα να κάνω ακριβώς το ίδιο αλλά η ισορροπία είχε διαταραχθεί και δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι, κάτι έπρεπε να κάνουμε! Είχαμε πολλές ευκαιρίες να φύγουμε αλλά ήταν πλέον αργά! Ο Βόργκοθ που δεν ήταν πια ο Βόργκοθ ήταν μπροστά μας!
Αναγνώρισα αμέσως το πλάσμα στο οποίο είχε μετατραπεί, ήταν ένα κάτοικος των κάτω διαστάσεων, γνωστός ως Καταβροχθιστής, ένας βασανιστής ψυχών του Θεού Όρκους! Τρόμαξα πολύ και άρχισα σχεδόν να τρέχω αλλά το θάρρος του Γκάρβιελ, του Φούριν, της Λιθάριελ αλλά και του Σόναθ (Ίσως δεν ήξεραν τι πραγματικά αντιμετωπίζαμε), κράτησαν τη μάχη ζωντανή. Η αυτοθυσία τους με ενέπνευσε και ξεκίνησε μια αδεισώπητη μάχη που σχεδόν σκότωσε το Φούριν. Σφυριές, βέλη, κεραυνοί, φωτιές δημιούργησαν ένα χάος και κάπου εκεί ο Γκάρβιελ, βλέποντας τον Φούριν σχεδόν νεκρό έκανε επίκληση στον Θεό Συλβάνους ο οποίος μας ευλόγησε. Πέρα από κάθε προσδοκία καταφέραμε να πληγώσουμε τον Βόργκοθ σημαντικά και αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην σπηλιά του. Δεν μπορούσαμε να τον αφήσουμε να ξεφύγει και τον ακολουθήσαμε στη σπηλιά του! Ήταν πληγωμένος αλλα δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη! Τα βέλη του Γκάρβιελ και του Σόναθ, οι κεραυνοί της Λιθάριελ και η απεγνωσμένη αλλά πολύ δυνατή μαγική επίθεση του Φούριν σχεδόν αποτελείωσαν τον Καταβροχθιστή ο οποίος στην προσπάθειά του να γλιτώσει απευλευθέρωσε ένα κύμα νεκρωτικής δύναμης που έριξε αναίσθητο για ακόμα μια φορά τον γενναίο Φούριν που στεκόταν μπροστά του μα και τον ευέλικτο Γκάρβιελ που δεν μπόρεσε να αποφύγει το χτύπημα. Η Λιθάριελ ίσα που στεκόταν όρθια και την απέλπιδα προσπάθειά της να μην ξεφύγει ο Βόργκοθ είχε μόλις μεταμορφωθεί σε ένα τεράστιο χταπόδι. Ο κλήρος είχε πέσει σε μένα να αποτελειώσω το Βόργκοθ για ακόμη μια φορά και τελευταία ελπίζω. Δεν έπρεπε να απογοητεύσω τους συντρόφους μου, και η δύναμη της φωτιάς των αρχαίων δράκων μου έκανε την χάρη, δίνοντας τη χαριστική βολή σε αυτό το ανίερο πλάσμα. Όλα έμοιαζαν να έχουν τελειώσει!
Δεν είχαν τελειώσει όμως, η φωνή της Γριάς Γιάρακ που είχε ξυπνήσει αντήχησε στη σπηλιά και ξάφνου βρίσκεται δίπλα μου και με αρπάζει στη σφιχτή και μη φιλόξενη αγκαλιά της, η οποία μουρμούρισε κάτι ακαταλαβίστικα, ήταν λες και άκουγα τη μάνα μου να γκρινιάζει επειδή είχα αργήσει να γυρίσω στο σπίτι. Όμως ένα βέλος από τον Σόναθ που κατάφερε να την βρει απευθείας στο κεφάλι, ήταν αρκετό για να την αποτελειώσει...