Η ομάδα μας γνωρίστηκε για 1η φορά στην πόλη του Βαθυνερίου.
Όλοι μαζί πήγαν στο Πανδοχείο του Χασμουρητού για να μάθουν πληροφορίες για το πηγάδι που οδηγεί στο Κατωβούνι. Εκεί εκτός από τον ταβερνιάρη, τον οποίο τον πλήρωσε η Συλβάνα για όλη την ομάδα ώστε να τους δώσει πρόσβαση στο πηγάδι, μίλησαν με τον παρλαπίπα τον Βόλο (ναι τον γνωστό με τα βιβλία και τα μαγικά μάτια wink wink) που ήθελε να γράψει παπατζιλίκια για την περιπέτεια μας και να βρουμε και να του πούμε για έναν αλαβάστρινο θρόνο, έναν βάρδο ονόματι Μάτριμ που ήθελε να βρουμε τον χαμενο φιλο του στο Σκαλπορτ και μια απόγονο των Ρόσναρ που μας ζήτησε να βρούμε τον αδερφό της στο Σκάλπορτ και να τον σταματήσουμε από ότι παράνομη δραστηριότητα κάνει.
Δεχτήκαμε όλες τις αποστολές αφού πρώτα παζαρέψαμε για μια προκαταβολή από την Ρόσναρ. Ξεκινήσαμε και κατεβήκαμε στο πηγάδι και πατήσαμε επιτέλους στο μπουντρούμι του Χαλάστερ. Αρχίσαμε να περιεργαζόμαστε τα πρώτα δωμάτια τα οποία είχαν πόρτες μια κατεύθυνσης, σημεία για να παρατηρεί κάποιος κρυφά, τοιχογραφίες με δαίμονες και διάφορα δυσοίωνα μηνύματα στους τοίχους και σκελετούς. Σε ένα δωμάτιο με κολώνες φτιαγμένες από μάυρους σκελετούς αντιμετωπίσαμε κάτι ιπτάμενες εγκεφαλοπλοκαμόκοτες τις οποίες μετά από μια σύντομη μάχη σκοτώσαμε. Κααααααιιιι ακριβώς σε αυτό το σημείο σταματήσαμε.
Ημερολόγιο της Συλβάνα Φεγγαρόαστρης – όπως τα θυμάται και κατέγραψε στο αδιάβροχο σημειωματάριο της.
Ο Xoblob με είχε κάνει έξω φρενών. Ακούς εκεί να μου πει ήταν σκισμένο το διαφημιστικό του και οι μπότες έκανα 5.000 και όχι 500. 5.000!!!! Μα την Σελούν αυτό είναι τρέλα! Έχε χάρη που χρειαζόμουν να πάρω ένα σωρό εργαλεία για το ταξίδι μου. Βγαίνοντας από το μαγαζί είδα έναν κληρικό της θεάς ο οποίος μου θύμιζε στην όψη πολύ τον φίλο μου τον Ντόριαν έτσι χλωμός που ήταν. Ήταν λίγο μπατίρης ο καημένος αλλά φαινόταν ευγενική ψυχή. Τον ρώτησα πόσα του λείπουν και μου είπε «προσπαθώ να εξοπλιστώ για να κατέβω στο μπουντρούμι του Παράφρονα Μάγου». Είχαμε και κοινό προορισμό οπότε αποφάσισα να του χαρίσω όσα του έλειπαν με αντάλλαγμα μια χάρη στο μέλλον. Στον δρόμο μας πέσαμε πάνω σε σπουδαίους πολεμιστές και εξερευνητές. Αυτόν που ξέρει – τον Κουίντους Αλάγκαρ τον μάγο και ιερέα της γνώσης, τον Έρλην τον Νυχτογένη, τον βουνίσιο νάνο που ακόμα δεν έχει μάθει πόσα βαρέλια μπύρας μπορεί να κουβαλήσει σε ένα δρομολόγιο, αλλά και την Καλάνθη Νόβακρις την τρομερή πολεμίστρια που οι περισσότεροι αποφεύγουν γιατί ξύνεται συνέχεια. Όλοι είχαμε κοινό προορισμό οπότε και συμφωνήσαμε να σχηματίσουμε μια ομάδα αφού λίγο ή πολύ όλοι είχαμε κοινό στόχο.
Φτάνοντας στο πανδοχείο πολλά πράγματα συνέβησαν. Οι θαμώνες άρχισαν να γελάνε μαζί μας και να βάζουν στοιχήματα για το εάν θα τα καταφέρουμε να γυρίσουμε από το μπουντρούμι, βάρδοι και τρελοσυγγραφείς μας προσέγγισαν όλοι για να ζητήσουν κάτι, όπως επίσης και μια απόγονος οικογένειας δουλεμπόρων η οποία μας είπε ότι εκτός από τον αδερφό της, αναζητά και μαγικά αντικείμενα, άχρηστα σε εμάς, τα οποία και θα τα αγόραζε σε καλή τιμή. Δεχτήκαμε τις δευτερεύουσες αποστολές, με την προϋπόθεση ότι δεν θα μας έβγαζαν από τον βασικό μας στόχο. Προσπαθήσαμε να στήσουμε αυτί για να μάθουμε παραπάνω πληροφορίες αλλά η φασαρία ήταν τέτοια που δεν μας το επέτρεψε.
Η ώρα περνούσε και τελικά κατεβήκαμε στο μπουντρούμι. Όλα έδειχναν δυσοίωνα και αφιλόξενα. Το θάρρος της Σελούν όμως έλαμψε μέσα μου και αποφάσισα να μην διστάσω και να σταθώ στους νέους φίλους και συμμάχους μου. Έτσι ξεκίνησε η αναζήτησή μας σε αυτό το πρώτο επίπεδο της παράνοιας.