Ξυπνήσαμε στο δωμάτιο με το χρυσό βουνό και η Συλβάνα θέλησε να δοκιμάσει αυτό που έλεγε η επιγραφή για την σάρκα, οπότε πήγε και έριξε το πτώμα του νάνου πάνω του. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε μια χρυσή ούζα την οποία προφανώς και σφάξαμε. Στην συνέχεια ο Έρλην δοκίμασε να βάλει το πτώμα του νάνου πάνω στον ναό και αυτό άρχισε να χρυσαφίζει και να λιώνουν οι σάρκες του και να σχηματίζονται μικρές χρυσές ούζες τις οποίες ποδοπατήσαμε σαν κατσαρίδες. Συνεχίσαμε να εξερευνούμε μέχρι που φτάσαμε σε ένα πεντακάθαρο δωμάτιο στο οποίο υπήρχε ένα κρανίο νάνου μέσα σε γυαλί το οποίο έγινε το μεγαλύτερο σφουγγάρι του κόσμου. Αφού άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και αυτό ανοίξαμε μία μία τις πόρτες που υπήρχαν, με την 1η να μας πλημμυρίζει στο νερό και να ξεβράζει ένα σάπιο πνιγμένο σώμα ενός μάγου στο οποίο και βρήκαμε ένα γυάλινο ραβδάκι. Η νότια πόρτα είχε τον Χάλεθ που άρχισε πάλι τα ακόοοοομααααα να τελειώσετε πάμε να σκοτώσουμε να πάρουμε εκδίκηση και τέτοια, ενώ στα ανατολικά μας την έπεσε ένα ολόκληρο φυλάκιο του Ζάναθαρ το οποίο του μπιπ το μπιπ που του μπιπ με μόλις έναν να γλυτώνει οριακά για να φωνάξει ενισχύσεις. Συνεχίσαμε προς το λημέρι του και σπείραμε τον θάνατο σε κάτι βρετανούς και πήραμε στο κατόπι την αρχηγό τους που είχε ένα κεφάλι σαν αράχνη και έμοιαζε με την Λόλθ. Πήγε να ξεφύγει από έναν διάδρομο (πολύ ύποπτο) το οποίο τελικά ήταν ένα death trap αλλά εμείς τον πήραμε στο κατόπι. Αφοπλίσαμε τις παγίδες στον διάδρομο ρίχνοντας ένα πτώμα στα πλακάκια που ήταν παγιδευμένα και φτάσαμε στο σημείο που είχαν ταμπουρωθεί μαζί με το 2ο φυλάκιο του Ζάναθαρ όπως φαίνεται και τους ξεπαστρέψαμε χωρίς καν να χαρίζουμε την ζωή σε όσους παραδόθηκαν, ελπίζοντας να έχουμε φέρει το Ζάναθαρ on its’ knees.
Κααααααιιιι ακριβώς σε αυτό το σημείο σταματήσαμε.