Όπως τα αφηγείται ο Γουορλόκος της Ερεσιγκάλ, Άμπσαλομ ο Χελώνιος
"Μπαίνοντας στον χώρο η Άμπιγκεηλ αναπνέει τα μαγικά σωματίδια, εμποτισμένα με τα υπολείματα μαγείας του Υποσκότους(Φάεζρες), χάνει τα λογικά της..και αρχίζει να αφρίζει απ'το στόμα και να επιτίθεται σε όποιον είναι κοντά της. Ο τύπος που ήταν στο δωμάτιο και τάιζε τα ψάρια, πήρε την μικρή γυάλα και αποπειράθηκε να φύγει, αλλά κάτι τον έκανα να το ξανασκεφτεί.. Εγώ σκότωσα τον τελευταίο Bugbear και του έκοψα το κεφάλι και πήγα κι εγώ προς την είσοδο εκείνου του δωματίου. Ο Φορς είχε ήδη πάει εκεί και προσπάθησε μάταια να θεραπεύσει την Άμπιγκεηλ απ'αυτή την λύσσα, ανεπιτυχώς.
Αφού δεν μπόρεσε να την θεραπεύσει, προσπάθησε να την πιάσει ώστε να μην μας κάνει κακό, αλλά δεν στάθηκε τυχερός και σ'αυτή του την προσπάθεια, αυτή η μαλακία που υπήρχε στον χώρο, τον έκανε να μην μπορεί να μιλήσει. Εφόσον είχα δει όλα αυτά, κράτησα την αναπνοή μου, κινήθηκα προς τον Φορς και του έδωσα μια άκρη απ'το σχοινί που είχα στο σακίδιό μου, πιστεύοντας ότι θα καταλάβαινε ότι ήθελα να δέσουμε την λυσσασμένη Άμπιγκεηλ.
Ο Φορς δεν το κατάλαβε δυστυχώς (αλλά δεν είχε ιδιαίτερη σημασία, γιατί αποφάσισα να την αναισθητοποιήσω) και αντ'αυτού γιάτρεψε τον Δον Δομίνγκο, ο οποίος στάθηκε στα πόδια του , αλλά έπεσε και αυτός θύμα των αιωρούμενων σωματιδίων με αποτέλεσμα να τρομοκρατηθεί(για κάποιον άγνωστο λόγο) και άρχισε να τρέχει προς την κατεύθυνση που είχαμε έρθει. Ο Φορς έτρεξε προς το μέρος του και προσπάθησε να τον σταματήσει, χωρίς επιτυχία.
Εγώ τελικά έριξα αναίσθητη την Άμπιγκεηλ και την έδεσα. Έπειτα κινήθηκα προς τον τύπο με την μικρή ψαρογυάλα στα χέρια, τον έσφαξα και έψαξα το κορμί του για οτιδήποτε πολύτιμο, βρήκα ένα σημειωματάριο. Μετά πήγα και έσπασα το μεγάλο ενυδρείο που είχε ένα σεντούκι μέσα και το άνοιξα και.."βουαλά"! το μάτι του Γκόλορ και καμιά 30αριά πολύτιμοι λίθοι. Κατάπια το μάτι του Γκόλορ (καθώς λόγω Darkness, δεν με έβλεπε κανένας) και πήγα και άφησα το σεντούκι εκτός δωματίου, δίπλα στο κορμί της αναίσθητης Άμπιγκεηλ.
Αφού άφησα το σεντούκι πήγα να βρω τον Φορς και τον Δον Δομίνγκο. Βράχοι άρχισαν πέφτουν από τις οροφές και ακουγόντοσαν ήχοι μάχης..Εκείνη την στιγμή ανάρρωσε ο Άρκαντος, βρήκε το σεντούκι, έκλεψε τους λίθους κι έφυγε(!) Εγώ βρήκα τον Φορς και τον Δον και τους είπα να φύγουνε και εγώ επέστρεψα να σώσω την Άμπιγκεηλ. Όταν πήγα να την πάρω, της πήρα την πέτρα του Γκόλορ και την κατάπια και αυτή, ώστε αν πέθαινα εκεί κανένας να μην τα έβρισκε.
Αφού την γλίτωσα φθηνά απ΄την μάχη και τα βράχια, κινήθηκα αρκετή ώρα μέσα στους υπονόμους, μέχρι να βρω μια έξοδο. Η οργή μου απερίγραπτη για τον Άρκαντος, όχι μόνο γιατί μας έκλεψε, αλλά γιατί παράτησε την Άμπιγκεηλ να πεθάνει αβοήθητη. Πήγα να την αφήσω στο ασφαλέστερο σημείο της πόλης(που υποθέτω) στο κελί που ήταν και οι αδερφές των Άρκαντος και Φορς. Στον δρόμο ξύπνησε η Άμπιγκεηλ και μου εξήγησε ότι στα πρόσωπά μας έβλεπε το Ντρόου που σκότωσε τον Άρκαντος και για αυτό μας όρμησε.
Όταν έφτασα στην πτέραρχο Τάθα της είπα για το τι αντικρύσαμε στα υπόγεια της Αρένας του Ζάναθαρ (χωρίς να αναφέρω τίποτα για το μάτι και την πέτρα) και της ζήτησα να κρατήσει εκεί για απόψε την Άμπιγκεηλ, κι αν μπορεί να την θεραπεύσει. Έπειτα βρήκα την Ζουμάντρα και της είπα ψέμματα πως την ζήταγε ο Άρκαντος και ότι ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου, έτσι την πήρα μαζί μου. Κάποια στιγμή ενώ ήμασταν σ'ένα πολύ μοναχικό και σκοτεινό σοκάκι του Βαθυνερίου, την έσφαξα και την αποκεφάλισα. Κράτησα το κεφάλι της στο σακίδιό μου και πήγα να βρω τους υπόλοιπους. Έψαξα πρώτα στον Ναό του Γκοντ γιατί υπέθεσα πως θα είχαν πάει να ζητήσουν γιατρειά αλλά δεν τους βρήκα..έτσι πήγα στο λιμάνι, όπου βρήκα και ρώτησα κάποιους ναύτες του Τζάρλαξ, που μου είπαν ότι τους είδαν πριν ώρα να πηγαίνουν στο καράβι του αρχηγού.
Έτσι πήγα κι εγώ..Όταν μπήκα στην καμπίνα που ήταν και οι υπόλοιποι, χάρηκα που ήταν καλά και κυρίως που είδα τον Άρκαντος να έχει τις αισθήσεις του, γιατί ήταν ώρα να πάρει το μάθημά του..Έξαλλος από την προδοσία του, είπα στους υπόλοιπους τι είχε κάνει και αφού τον έκραξα αρκετά, του πέταξα στα μούτρα το κεφάλι της αδερφής του! Όλοι μείνανε κόκκαλο! Αυτός άρχισε τις ερωτήσεις και προσπάθησε (ανεπιτυχώς) να με χτυπήσει...του εξήγησα για ποιο λόγο το έκανα και ότι ήταν τυχερός που δεν είχα φάει ή ακόμα καλύτερα, βανδαλίσει το πτώμα της και έφυγα από το δωμάτιο για να βρω τον Τζάρλαξ, να τον ενημερώσω για την αποστολή.
Ο Άρκαντος έφυγε πανικόβλητος να βρει το πτώμα της Ζουμάντρα, και αφού το βρήκε πήγε στο ναό του Λαθάντερ και την ανέστησε..Ο Τζάρλαξ στο μεταξύ άφαντος...