Ο Θρύλος του Μομφεράτου Μόντερκαϊ

Ο Θρύλος του Μομφεράτου Μόντερκαϊ

“Κωστανταν! Κωστανταν!” Η φωνή του μικρού Μομφεράτου ροκάνιζε τη μαγεία απόκρυψης του ιμπ με βολές από μήλα, κομμάτια τούρτας και ψητού κοτόπουλου να ακολουθούν ενδιάμεσα στα καλέσματα.

“Η γιαγιά Ρουθ υποσχέθηκε να μου μάθει μαγεία αν φάμε όλο το φαΐ!”

"Αφέντη Μόντερκαϊ δεν θέλω άλλο, είστε παναπαίσιος όπως πάντα αλλά το γήινο φαί είναι άψυχο για τα γούστα μ….αααχ!" η φωνή του Κωνσταντάν πρόδωσε την θέση τού και ένα ψητό κοτόπουλο στραπατσάρισε τα μούτρα του.
"Σιχαμένο κωλόπαιδο!, γάμω τα αυτιά της Ζάριελ να σου κώψουνε τα κέρατα αγγελογλύφτη!" φώναξε εκδικητά το Ιμπ.

Το μαχαίρι του μικρού Μομφεράτου πέταξε κατευθείαν βρίσκοντας στόχο στο μέρος που ακούστηκαν οι φωνές, και με μια βουτιά όρμησε ακολουθώντας τις πιτσιλιές, άρπαξε το ιμπ ενώ τα παιδικά χαχανητά του δημιουργούσαν μια ακουστική πανδαισία!

Λίγες ώρα αργότερα το δώρο του Άρχοντα Μόντερκαι στον γιο του Μομφεράτο, ο Ιμπ Κωνσταντάν, βρισκόταν για πολλοστή φορά δεμένο σε μια από τις δύο πολυθρόνες του πολυτελούς δωματίου. Ο Μομφεράτος φτυάριζε κέικ μέσα στο στόμα του ιμπ, που πλέον είχε παραιτηθεί και μασούλαγε κοιτώντας γεμάτο μένος το διαβολομορφο πιτσιρίκι που ήταν εδώ και χρόνια ο αφέντης του.

Τα χέρια του Μομφεράτου δουλεύανε με ταχύτητα, ήξερε πως όσο πιο γρήγορα σκάσει από το φαί ο Χοντρομπαλίνφ, τόσο πιο γρήγορα θα εμφανιζόταν η καλή γιαγιάκα στον καθρέφτη δίπλα στο κρεβάτι. Οι μεγάλες βιβλιοθήκες είχαν ολόκληρες σειρές από βιβλία γραμμένα σε γλώσσες που ακόμη δεν γνώριζε, η κοινή και η Κολάσια γλώσσα κάλυπταν μόλις το ένα τέταρτο των βιβλίων, και στο τέλος της χρονιάς τον περίμενε η εξέταση του πάντα ψυχρού και αμίλητου Άρχοντα Μόρντεκαϊ.

"Όχι δεν θα τον πούμε πατέρα, Κωνσταντάν, ειναι το ιδιο με τον να τον πούμε μπαμπά, δεν με ξεγελάς πάλι. Θα τον πούμε Άρχοντα Μόντερκαϊ κι έτσι δεν θα περάσω πάλι τρεις μήνες κλειδωμένος στο σεντούκι και θα συνεχίσουμε τα ταίσματά μας. Πονηρέ Χοντρομπαλίνφ"

Η Κόκκινη Ρουθ παρακολουθούσε με ενδιαφέρον από την κρυσταλλινη μπαλα της ακονιζοντας το κέρατο μαυρου μονοκερου που θα φούρκιζε ξανά την μαγόκλωνη καρδιά του μικρου Μομφερατου . Η ανατροφή του προχωρούσε με διαβολική ταχύτητα. Την μεγαλύτερη πρόοδο ριζωματος κακιάς στην ψυχή του μικρού την πραγματοποιούσε μετά την ετήσια επίσκεψη του πατέρα, και φέτος ο μικρός θα έκλαιγε (σίγουρα λιγότερο από πέρσι), ο Ιμπ είχε γίνει ήδη ο καλύτερος-χειρότερος φίλος του μικρού, και η φιλοδοξία και το πάθος για δύναμη βρήκαν τον απαραίτητο χώρο στις επιθυμίες του.


Τι μένει σκέφτηκε στρίβοντας το κέρατο στα ρυτιδιασμενα σκελετωμενα της δάχτυλα. Α βέβαια το γλυκούλι μας, τι ωραία! Φθόνος και δόλος, βαθύς και παχύς!

Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στα κρανία στους πάγκους και τα κρεμασμένα από κορδόνια εντόσθια στην οροφή, ώσπου η μάγισσα της νύχτας έσκυψε καμπουριασμένη σε μια βελούδινη θήκη με σχήμα φτερού. Ω, α, αχαχαχα ναι! Ναι! Βόγκηψε σκύβοντας η Κόκκινη Ρουθ και πήρε την θήκη με τις μπούκλες του μικρού Αμαήλ.

Αμέσως έπιασε δουλειά αρπάζοντας με δαιμονική ταχύτητα τα εργαλεία και τα υλικά, φτιάχνοντας, ράβοντας, σκαλίζοντας και ψάλλοντας λόγια ανίερα μπλεγμένα με παιδικα τραγουδάκια, με οχι και τόσο παιδική θεματολογία. Φόνος φόνος, φθόνος φθόνος, δόξα, μεγαλεία, πλούτη, ομορφιές και βία!

Αργότερα το βράδυ όταν άκουσε το κάλεσμα του μικρού κοίταζε το δημιούργημα της ευχαριστημένη. Συγκεντρώθηκε στον καθρέφτη και είδε στην αντανάκλαση τον μικρό.
"Τι κάνει σήμερα το εγγονάκι μου ? Που είναι ο φίλος σου?"
"Έσκασε από το φαΐ γιαγιά! Να το θειάφι που άφησε να και τα ψίχουλα !"
"Μπράβο διαβολάκι μου ! Μπράβο! Και μη ξεχνάς, τρύπες και τάισμα από όπου βρεις αν δεν θέλει!"
Ο μικρός Μομφερατος χαχανισε λίγο από ντροπή, λίγο από αμηχανία, ώσπου τον έπιασε η ανυπομονησία για το μάθημα της ημέρας και έκατσε στο θρανίο τακτοποιώντας το βιβλιο μαγείας και το ραβδί από κόκκαλα ιπτάμενης μαϊμούς. Κοίταζε τα σφαλισμένα παράθυρα του δωματίου του στην έπαυλη Μόντερκαϊ και την επτασφράγιστη πόρτα, η ολίγων τετραγωνικών φυλακή του και ταυτόχρονα σπίτι του δεν τον βαστούσε άλλο. “Μπορώ να μάθω πιο γρήγορα γιαγιά Ρουθ αν θα με πάρεις μαζί σου!”

“Ώρα για γλώσσα είπε η Ρουθ!” Η γλώσσα του Βιντάλκεν Βλαντους Ραθμαλόκη ξεκουραζοταν στο κορδόνι και με μια ματιά της Ρουθ άρχισε να πεταλίζει το αλφάβητο της Αβύσσου.
“Επανέλαβε, επανάληψη, Μπράβο.”
Όταν ο μικρός Μομφεράτος έμοιαζε να έχει αποκτήσει αυτοπεποίθηση, όταν η σιγουριά του για τις ικανότητές του ήταν στην κορυφή η Κόκκινη Ρουθ ζωντάνεψε το δημιούργημά της. Το κουκλόσπιτο ομοίωμα του κελιού με την κούκλα αντίγραφο του αγγελόμορφου Μάλικ Αμαήλ ταρακουνήθηκε και σπίθες μαγείας αρχισαν να το ζωντανεύουν ώσπου οι αιθέριες μορφές της γιαγιάς Ρουθ και του Μομφεράτου τηλεμεταφερθηκαν μαζί στα σκοτάδια έξω από το κελι. Ο Μάλικ Αμαήλ έκανε κάμψεις και ανάμεσα στα διαλείμματα χτένιζε με μία αυτοσχέδια κοκκάλινη χτένα το όμορφο μακρύ λευκό μαλλί του σιγοτραγουδώντας με την παλικαρίσια φωνή του.

"Κοίτα εδώ τώρα εγγονάκι μου τι σημαίνει πραγματική ομορφιά και δύναμη. Κοίτα πως βρίσκεται και αυτος περιορισμένος μα σε πραγματικό κελί, χωρίς λούσα και βιβλία. Μα δες κορμί , δες ομορφιά ! Κοίτα τι ωραίος και λαμπρός στην σκλαβιά, θάρρος που έχει ο άτιμος? Και τι ωραία φωνή έ?Τον αγαπάνε στους ουρανούς, άγγελοι τον νανουρίζουν, θεές τον καλημερίζουν!"

Όσο η γιαγιά Ρουθ ψιθύριζε, ο Μομφεράτος ένιωσε να συρρικνώνεται, άσχημος, αδύναμος και μισητός από όλους. Τι αδικία σκέφτηκε! Κοίταξε τα λεπτά του χέρια και ποδαράκια, το κόκκινο δέρμα του και τα μικρά κέρατα!

"Όμως δε θα αφήσω εγώ έτσι το εγγονάκι μου ε? Σπουδαίο και μεγάλο θα σε κάνω, τι να την κάνεις την αγάπη και την συμπάθεια όταν όλοι θα σε υπηρετούν? Όλα μπορούν να γίνουν δικά σου με την δύναμη της μαγείας, ναι? Η Κοκκινη Ρουθ θα τα φτιάξει όλα! "

“Πώς Γιαγιά ?”

Βοήθησε με όταν θα του φάω την φωνή! Θα την καταπιώ και θα φτύσω ένα κουκούτσι, πιάσ’το γιατί θα τρέξει να τον βρει!

“Θα με πάρεις μαζί σου μετά?”
“Πιάσ’το και θα δεις! Χιχιχι!”

Ο Μάλικ στεκόταν αλυσοδεμένος στο πάτωμα και κοιτούσε το αυτοσχέδιο χτενάκι από κόκκαλο ποντικού. Το τραγούδι της Σούνη, η μελωδία των γεννημένων από έρωτα που του τραγούδαγε κάθε πρωί η μητέρα στις σκέψεις του, έπαιζε τώρα στο μυαλό του και την σιγοτραγουδούσε με μια αρρενωπή εφηβική φωνή όταν ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος. Το σφίξιμο έγινε πόνος και ο αέρας από τα πνευμόνια του άδειασε με ένα δυνατό βήχα, όσο οι μυς του αυχένα και του λαιμού του άρχισαν να σφίγγουν όλο και περισσότερο ώσπου μούδιασαν τελείως. Ακουμπώντας το ένα χέρι στον τοίχο και το με το άλλο κρατώντας τον λαιμό του έβαλε όλη του την δύναμη να ανασάνει την ώρα που με ένα μαγικό χορό η μελωδία που σιγοτραγουδούσε άρχισε να παίρνει την αιθέρια μορφή αγγέλων μπροστά στα μάτια του και να κατευθύνεται στα σκοτάδια έξω από το κελί. Μπερδεμένος κράταγε με όλη του την ψυχή ανήμπορος τον λαιμό του, άρχισε να ζαλίζεται ώσπου σωριάστηκε στο πάτωμα λιπόθυμος.

Στην άλλη μεριά του σκοταδιού, με το στόμα ορθάνοιχτο η Ρουθ κατάπινε τα αιθέρια αγγελούδια της μελωδίας του Μάλικ το ένα μετά το άλλο και, όταν μπήκε και το τελευταίο, σα να έσκασε από το φαί, και με ένα δυνατό ρέψιμο έφτυσε ένα χρυσό κουκούτσι. Ο Μομφεράτος τινάχτηκε από την αδρεναλίνη και με ένα ριψοκίνδυνο άλμα όρμηξε στο έδαφος να το αρπάξει, αλλά το κουκούτσι χοροπήδησε και άρχισε να κουτρουβαλάει προς το κελί του Μάλικ! Ο μικρός Μόρντεκαϊ χτύπησε με δύναμη τα φτερά του και αυτή την φορά πλάκωσε με δύναμη το κουκούτσι με την παλάμη του στο πάτωμα, έβαλε αμέσως και το άλλο χέρι από πάνω και, κλείνοντας τις παλάμες το αιχμαλώτισε. Με την σπίθα της νίκης να καίει στα μάτια του γύρισε περήφανα και κοίταξε την Κόκκινη Ρουθ, το χρυσό κουκούτσι σφηνωμένο στις παλάμες του!

Η Κόκκινη Ρουθ με δυσκολία τακτοποιούσε το παραφουσκωμένο της στομάχι και ανασκουμπώθηκε, σκουπίζοντας τα σάλια που ακόμα τρέχαν από την λαιμαργία της στο πηγούνι.
“Μπράβο καλό μου, μπράβο…Φέρτο μου εδώ, έτσι μπράβο. Έλα τώρα, κάτσε στην ποδιά μου και πάμε πίσω. Σήμερα αρχίζει το μάθημα μαγείας!”






Επιστροφή στο ιστολόγιο

Υποβάλετε ένα σχόλιο

Έχετε υπόψη ότι τα σχόλια χρειάζεται να λάβουν έγκριση προτού δημοσιευτούν.