Ακολουθήσαμε τα ίχνη από τα Έτιν στον Βόρειο τμήμα της αίθουσας που έγινε η μεγάλη μάχη και φτάσαμε σε μια πόρτα που είχε το έμβλημα του Ζάναθαρ και οδηγούσε σε μια αίθουσα με έναν οβελίσκο ο οποίος αποκάλυψε ένα τηλεπαθητικό μήνυμα για ένα μυστικό πέρασμα προς τα νότια σε όσους το ακουμπήσανε και εν συνεχεία οδηγηθήκαμε σε κάποιους διαδρόμους γεμάτους πέτρες και συντρίμμια τα οποία τελικά ήταν φωλιά από κάτι σκουληκόμορφους Έλληνες εεεεε Γκρίκ εννοώ. Αφού τα εξοντώσαμε βρήκαμε ένα δωμάτιο με έναν κλαψιάρη εν ονόματι Νυφίτσα. Τον ανακρίναμε και μας είπε ότι έχει χαθεί από την ομάδα του και μας έδωσε ένα βιβλίο με ξόρκια και στη συνέχεια αφού είπαν κάτι περίεργα με τον Έβινταλ πήγε να φύγει αλλά καταλάβαμε ότι μας είχε ξαφρίσει όλους. Ξεκίνησε να τρέχει και τον πήραμε στο κυνήγι με τους Άλφι Κουίντους και Έβινταλ να τους κόβεται η ανάσα νωρίς, τον Έρλιν να τον κυνηγά σαν μαραθωνοδρόμος, τον Κουίντους να συνεχίζει με κομμένη ανάσα και την Συλβάνα αφού κάνει 2 γύρους συντήρηση τον προλαβαίνει μαζί με τον Έρλιν ο οποίος πριν τον πιάσει έχει ξεμανταλώσει την πόρτα και του την περνάει κολάρο για να τον ακινητοποιήσει. Μετά από μια μικρή διαμάχη για το αν θα του σπάσουμε χέρια πόδια κεφάλι κλπ τον σέρνουμε πίσω για να πουν και οι υπόλοιποι τι θα κάνουμε με αυτόν. Η Καλάνθη είχε τελικά το καλύτερο επιχείρημα, να τον αφήσουμε ελεύθερο, το οποίο και κάναμε. Συνεχίσαμε σε ένα άλλο δωμάτιο το οποίο είχε ανεστραμένη βαρύτητα και έναν θρόνο στην οροφή ενώ το μέρος φυλασσόταν από έναν Ελληνάρα, (Grick Alpha) τον οποίο ενώ κοιμόταν καταφέραμε για άλλη μια φορά να χάσουμε τον πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού όσο όλοι πλην του Έβινταλ και της Συλβάνα κατέστρωναν πλάνο μάχης. Η βαρύτητα ανεστράφη και οι μισοί έχασαν την ισορροπία τους και έσκασαν σαν καρπούζια στο έδαφος. Εν τέλει καταφέραμε να το σκοτώσουμε και αφού ψάξαμε το δωμάτιο και βρήκαμε κάποιους πολύτιμους λίθους συνεχίσαμε προς τα πίσω και βρήκαμε ένα μυστικό πέρασμα. Αυτό μας οδήγησε σε έναν διάδρομο που έμοιαζε να έχει μπουντρούμια, σε ένα από τα οποία βρήκαμε την Σίλβια μαζί με ένα ποντίκι που το λένε Σίλβια η οποία δεν μας τα έλεγε καλά και φαινόταν ύποπτη και όλα έδειχναν ότι μάλλον κάποια ενέδρα υπάρχει. Όσο της μιλούσαμε μας την έπεσαν και κάτι άλλοι ποντικαράδες από εκεί που ήρθαμε.
Κααααααιιιι ακριβώς σε αυτό το σημείο σταματήσαμε.