Κεφάλαιο 5, Ενότητα 10. Ημερολόγιο Μόρφιον Λάον: Όλεθρος
Στο σπήλαιο που είχε το σχήμα ενός κρανίου
Η φωνή εμού του ιδίου
Ακούστηκε να λέει «Πάμε να φύγουμε από εδώ,
Αλλιώς μπορεί να βρούμε τέλος τραγικό».
Οι γίγαντες όμως που μας περίμεναν απ’ έξω, λόγος ήταν σοβαρός
Για να συνεχίσουμε την πορεία μας εντός.
Και η μάχη άρχισε, γίγαντες, κρανία ιπτάμενα και πυρόμπαλα πάνω στα πληγωμένα μας κορμιά
Ώσπου στο τέλος εμφανίστηκε και η καταραμένη η γριά.
Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι κείτονταν αναίσθητοι, εκτός
Από τον Έλιστρααλ που στάθηκε τυχερός.
Ο Φσίτ δεν είχε θέμα, καθώς η κλάση του, του επιτρέπει να κάνει σε 6 δευτερόλεπτα την απόσταση Αθήνα – Κιλκίς,
Οπότε μαζί με την λαβωμένη μου αγάπη το σκάσαμε κακήν – κακώς, με την πλήρη απώλεια άλλης επιλογής…
… Ο Μόρφιον τρέχει στην πλαγιά βλέποντας μπροστά του την πληγωμένη Λυρντουίτ να τρέχει όσο καλύτερα μπορεί. Τα μάτια του έχουν γεμίσει δάκρυα. Όλοι σχεδόν οι φίλοι του έχουν μείνει αναίσθητοι πίσω, χωρίς καμιά ελπίδα να σωθούν. Αυτά τα τερατόμορφα "παιδιά" και η κωλόγρια θα τους φάνε, νεκρούς ή ζωντανούς. Γυρίζει το δακρυσμένο βλέμμα του προς τα πίσω και βλέπει την γριά και τα κτηνάκια της να βγαίνουν από το στόμα του κρανίου. Το μυαλό του θολώνει και γεμίζει με θυμό. Τα πρόσωπα των Αντάκιορ, Ζόρντ, Μπρόκ και Έλιστρααλ περνάνε μπροστά από τα μάτια του. Φωνάζει στην Λυρντουίτ να το σκάσει κι έπειτα γυρνάει στον Φσίτ, τον υπέρτατο μεγιστάνα των νίντζα και του λέει "Μια τελευταία προσπάθεια σύντροφε. Έλα να σκοτώσουμε την κωλόγρια μια για πάντα και να σώσουμε τους φίλους μας. Τι λες;"